- ανάντης
- -ες (Α ἀνάντης)ανηφορικός, ανοδικός, απότομος (αντίθ. κατάντης)νεοελλ.αυτός που προκαλεί δυσκολίες, αντίξοος, αντίθετος, δύσκολος, δυσμενήςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄναντες, η δυσκολίααρχ.αυτός που βρίσκεται στο ύψιστο σημείο «πρὸς τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν» (Πλάτ. Φαίδρ. 247b).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α)-* + -άντης (πρβλ. και ἐξάντης, ἐπάντης, κατάντης, προσάντης) < θ. -αντ-εσ- < *αντ- (πρβλ. ἄντα, ἄντην, ἄντι)].
Dictionary of Greek. 2013.